έσβεσα
Смотреть что такое "έσβεσα" в других словарях:
ἔσβεσα — σβέννυμι quench aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσβεσα — σβέννυμι quench aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)